- πλευμονώδης
- πλευμον-ώδης, ες,A like the lungs,
σπόγγος Arist.HA549a7
(v.l. πν-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπόγγος Arist.HA549a7
(v.l. πν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευμονώδης — ες, Α βλ. πνευμονώδης … Dictionary of Greek
πλευμονώδεσιν — πλευμονώδης like the lungs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονώδης — και πλευμονώδης, ες, Α [πνεύμων/πλεύμων, ονος] αυτός που μοιάζει με τους πνεύμονες, που έχει εμφάνιση πνεύμονα … Dictionary of Greek